Χρήστος Καγκαράς – Λαϊκός Ζωγράφος

Κριτικές

…Στα έργα του Χρ. Καγκαρά, τα εκφραστικά μέσα της ζωγραφικής είναι πηγαία και έχουν την γοητεύουσα χάρη της αμεσότητας. Και τούτο γιατί δεν κατακλύζεται από την περίτεχνο δεξιοτεχνία μιας πλούσιας εμπειρίας. Ο καλλιτέχνης μας αφήνεται με μια αίσθηση αθωότητας στο φυσικό θέαμα, στο γεγονός της εορτής που μαζί της έζησε στιγμές χαρμοσύνης από τα πρώτα του χρόνια. Αισθανόμαστε αυτή την άμεση επαφή, το απ’ ευθείας αίσθημα. Και είναι αυτό ακριβώς που μας συγκινεί, γιατί μας επαναφέρει σ’ ένα κόσμο που έχουμε απωλέσει……αισθανόμαστε αυτή την παρθενική αμεσότητα κι όταν ζωγραφίζει τα αγροτικά λουλούδια των βουνών, τα πράσινα λιγοστά χωράφια της πατρίδας του, το μακρινό δάσος από καστανιές……γι’ αυτό και η επίσκεψή μας στην έκθεση του Καγκαρά ήταν σαν ένας σύντομος ησυχασμός, μια φυγή απ’ τις αναζητήσεις του πολυκύμαντου πολιτισμού.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

"Νεοελληνικός Λόγος", 1970

…Αληθινός λαϊκός ζωγράφος ο Χρήστος Καγκαράς έχει το μεγάλο προνόμιο να μιλάει άμεσα με τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Έχει μια οικειότητα, μια θερμή χειραψία με τη φύση, τα συμβάντα και ότι συνθέτει τη απλή και ταπεινή ζωή του. Κουβαλάει μέσα του όλους τους αντίλαλους των βουνών του, καημούς και δάκρυα, τραγούδια και όνειρα. Ένας κόσμος ολάκερος κινείται πλουμιστός, με τις πίκρες του και τις χαρές του, τα πανηγύρια του, τις παλικαριές του, τους έρωτες και τους θανάτους του. Όταν έρχομαι σε επαφή με τη δουλειά του με κατακλύζουνε τα ηχηρά χρώματα κι εκείνα τα’ ανυπέρβλητα γαλάζια του. Η ζωγραφική του έχει μια τρυφεράδα και μια δροσιά στ’ αλήθεια όπως το καθαρό νερό της ανάβρας που μυρίζει άγρια μέντα.
ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ

…στη νέα επίδειξη του Χρ. Καγκαρά αυτοδίδακτου λαϊκού ζωγράφου με καλλιτεχνικό ένστικτο αξιοπρόσεκτο, παρουσιάζεται μια σειρά από λάδια. Το πιο πολύ τοπία από τα βουνά και τα χωριά και τα πανηγύρια, όπως τα έζησε και τα νοσταλγεί. Το πράσινο χρώμα σε πολλούς τόνους, πράσινο των δέντρων, της χλόης της βουνοπλαγιάς, κυριαρχούν στα τοπία του, που τα ζωγραφίζει με αγάπη και απλότητα συγκινητικά. Το «ανοιξιάτικο πανηγύρι» με το ξωκλήσι στο κέντρο του πίνακα δείχνει και ένα αξιοπρόσεχτο αρχιτεκτονικό αίσθημα. Κριτικοί βρίσκουν αναλογίες ανάμεσα στον Καγκαρά και στο Γάλλο αυτοδίδακτο ζωγράφο Henri Rousseau γνωστό σαν ο «Τελώνης Ρουσσώ», που έκανε αίσθηση διεθνώς και είχε μεγάλη επιτυχία, στο Παρίσι, στις αρχές του αιώνα μας. Ο «Τελώνης Ρουσσώ», έχει περισσότερη φαντασία και κάποια ονειρική σύλληψη του κόσμου: ο Καγκαράς είναι περισσότερο προσγειωμένος, με ενόραση νατουραλιστική, που όμως η αφέλεια στο σχέδιο και τα χρωματικά του χαρίσματα δίνουν στους πίνακές του πηγαία δροσιά και κάποια βουνίσια ποίηση, κάτι από την ποίηση του Κρυστάλλη. Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η επιδεξιότητα του στα πορτρέτα που ζωγραφίζει με στερεότητα και ζωντάνια, καθώς επίσης κάτι νεκρές φύσεις, όπως τα μανιτάρια όπου πετυχαίνει ένα δύσκολο κιάρο –σκούρο…
ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ

"Νέα Εστία", 4/1970

…οι επισκέπτες της εκθέσεως του βλέπουν με έκπληξη ένα φοβισμένο χωρικό, αντίθετα με το έργο του που είναι ένα ξέσπασμα ζωής, χαράς και ομορφιάς, γνήσιο όπως το αισθάνεται ένας αγνός άνθρωπος που το αποδίδει με άμεσο τρόπο, χάρη στο χρώμα του και το φως του. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα πορτρέτα του…. μια απ’ τις ξεχωριστές εκφράσεις της τέχνης του είναι τα λουλούδια. Ταλαιπωρημένος αγρότης, χτυπημένος απ’ τη ζωή και τους ανθρώπους, πολυφαμελίτης με εννιά παιδιά, ο Καγκαράς δε σκέφτεται να ξεκόψει απ’ την επαρχία, όπου μακριά από κάθε επίδραση δημιουργεί όπως αυτός αισθάνεται…. Παιδί του λαού μας, ασπούδαχτο και απροστάτευτο, κατόρθωσε να βγει από την αφάνεια. Ποιος ξέρει. Αύριο ίσως να θαυμάζουν ακόμα πιο πολύ την πατρίδα μας μέσα από το έργο ενός «ναϊφ», ενός λαϊκού ζωγράφου, Έλληνα εκατό τα εκατό….
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ

"Στερεά Ελλάς", 4/1970

…Τα πορτρέτα του δείχνουν μια πιο δυνατή προσωπικότητα… οι συλλέκτες θα βρουν στους πίνακές του τη φρεσκάδα που λείπει τόσο απ’ τον κόσμο της ζωγραφικής…..
UVES ALIX

Ζωγράφος, Παρίσι, 11/1967

…η ζωγραφική του έχει μεγάλη δροσιά και δύναμη οραματική……
JACQUES DUPIN

τεχνοκριτικός, Παρίσι, 3/1968

…ο Καγκαράς είναι μια ρωμαλέα καλλιτεχνική δύναμη, γνήσια και υποβλητική όπως δείχνεται αναμφισβήτητα στα ζωγραφικά του έργα, εκπληκτικά σε χρωματική ευαισθησία και μαστοριά… Τα λουλούδια του, τα τοπία του, τα μοναστήρια του, τα πορτρέτα του, τα πανηγύρια του, είναι έργα που δεν αφήνουν καμιάν αμφιβολία για τις ποιητικές του αρετές, τα γνήσια ζωγραφικά χαρίσματα του, την πλαστική του δύναμη…
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ

"Φωνή Πειραιώς", 10/1968

…οι τοπιογραφίες, οι ανθογραφίες και οι πολυπρόσωπες συνθέσεις έχουν φιλοτεχνηθεί με επιμέλεια και γνησιότερο αίσθημα. Το χρώμα του Καγκαρά είναι δροσερότερο και πιο αρμονικό. Υπάρχει ένα άρωμα ελληνικού υπαίθρου στα τοπία του κι ένας αέρας λεβεντιάς στα μικροσκοπικά πρόσωπα που κινούνται σ’ αυτά. Το «Πανηγύρι της Παναγιάς» και κάμποσα άλλα κομμάτια αποτελούν ωραίες απλοποιήσεις μιας απλοϊκής ψυχής που ξέρει να εκφράζει με τρόπο ανεπιτήδευτο τις συγκινήσεις που της προκαλούν οι ομορφιές της φύσεως…
ΣΠ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

"Έθνος", 1/1970

…το έργο του Χρήστου Καγκαρά είναι χωρίς αμφιβολία μια συνέχεια της μεγάλης λαϊκής παράδοσης (Ζωγράφος, Θεόφιλος, Χριστόπουλος κ.λ.π), αλλά παράλληλα είναι μια αυτόνομη καλλιτεχνική πράξη, μια και ο ίδιος είναι γέννημα θρέμμα ζωγράφος και όχι αυτοδίδακτος, αφού στην ανηφόρα της προσπάθειάς του πέρασε και μαθήτευσε τις Αγιορείτικες τεχνικές της εικονογραφίας. Έτσι τον Καγκαρά από την άποψη της τεχνικής δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να τον δούμε με τον τρόπο που βλέπει κανείς τους «αυτοδίδακτους»που παλεύουν να βελτιώσουν τις συνθήκες του τεχνικού γλωσσολογίου τους. Ο Καγκαράς αρχίζοντας ήδη τις ζωγραφικές του πράξεις ξέρει το «σολφέζ» και μάλιστα είναι απαλλαγμένος από τους κανόνες της έντεχνης σκέψης. Το αρχικό πρόβλημα που μπαίνει από τα πρώτα κιόλας έργα του δεν είναι τεχνικό, είναι κυρίως θεματολογικό και σε επέκταση συναισθηματικό. Στην αρχική προσπάθεια του καλλιτέχνη για να δώσει υποδομή στα θέματά του αντλεί μορφικά κυρίως στοιχεία από τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους και τη μεταβυζαντινή λαϊκή εικονογραφία που στόλιζε τις εκκλησίες της πατρίδας του. Τα θέματα της δουλειάς του μέχρι σήμερα επαναλαμβάνονται κι αυτό είναι πρωταρχική αξία κάθε γνήσιου λαϊκού δημιουργού. Εκείνο που αλλάζει όλα αυτά τα χρόνια είναι η σαφέστερη μορφική διήγηση με την βοήθεια εντονότερων χρωμάτων. Θα έλεγα πως η τελευταία δουλειά του Καγκαρά φτάνει στα σύνορα του ονειρικού υπερρεαλισμού, μόνο που ο ρεαλισμός του Καγκαρά έχει σαν πρωτογενές στοιχείο το συγκεκριμένο κοινωνικό και περιβαλλοντικό περίγυρό του. Οι οπτικές σχέσεις του Καγκαρά με το περιβάλλον και τα γεγονότα είναι εξαιρετικά περιορισμένες και ιδιόμορφες κι αυτές οι σχέσεις καθορίζουν την αγνότητα του δημιουργού ζωγράφου, άλλη επίσης παράμετρος κάθε λαϊκού δημιουργού.
Βοσκός, αγρότης και αντάρτης ελασίτης και ύστερα πατέρας που βάφτισε τα παιδιά του με περιορισμένο θεματολογικό λεξιλόγιο αναγκάζεται να αναζητά διεξόδους μέσα στη πλούσια φαντασία του, στα πιθανά κι όχι τα συγκεκριμένα στρέφει την προσοχή του. Τα τοπιολουλούδια του είναι ενδεικτικά στοιχεία φανταστικής-ονειρικής αναπαράστασης του φυσικού μικρόκοσμου, όπως έχει απομείνει στη βουνίσια σκέψη του. Το ίδιο συμβαίνει και στα εσωτερικά και εξωτερικά τοπιογραφικά έργα του, όπου η προσπάθεια διηγηματικής απόδοσης έχει έντονα ονειρικό χαρακτήρα. Αυτό γίνεται εμφανέστερο, όπου επιχειρεί να καθορίσει χρονικά τα όρια του ζωγραφικού γεγονότος με χρωματικές διαμορφώσεις ακραίες, εδώ ο δημιουργός θεληματικά ξεχνάει το σολφέζ και αφήνεται στο παιχνίδι των χρωμάτων με μια χειρονομιακή επιδεξιότητα που καθορίζει και την προσωπική γραφή του Χρήστου Καγκαρά..
Πιστεύω ότι ο Χρήστος Καγκαράς μαζί με τον Λαζάρου, τον Σκουλά, τον Ρήγα και ίσως ένα-δύο άλλους δημιουργούς της περιφέρειας, είναι οι τελευταίοι λαϊκοί ζωγράφοι που κλείνουν αυτή την περίοδο της ελληνικής τέχνης.
Κάθε προσπάθεια στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της τεχνοκρατούμενης εποχής μας για αναβίωση ή συνέχιση αυτής της λαϊκής παράδοσης δεν είναι μόνο πλαστογράφηση της παράδοσης, αλλά και εξαπάτηση του ευρύτερου κοινού. Οι αντιγραφείς αρκούμενοι σε ευτελή εμπορικά κέρδη δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του θράσους και τις συνέπειες για την ιστορική έρευνα στα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου μας.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

"Πολύπλανο", 1984

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα έτριβε τα μάτια του αν αντίκριζε το ζωγραφικό έργο του Χ. Καγκαρά. Και η έκπληξη του θα μεταβάλλονταν σε απορία και ξεφάντωμα χαράς έπειτα, όταν θα κατάφερνε να πείσει τον εαυτό του, πως ό,τι έβλεπε, δεν ήταν έργο κάποιου ταλαντούχου ζωγράφου, αλλά φτιαγμένο από το συμπατριώτη του, το βοσκό Καγκαρά, που ζωγραφίζει από τα παιδικά του χρόνια, τοπία και αγριολούλουδα, και που σήμερα αναγνωρίζεται από ντόπιους και ξένους σαν μια από τις κρυφές εκείνες αυθεντίες της λαϊκής μας ζωγραφικής.
Τα ίδια συναισθήματα θα δοκιμάζανε και πολλοί από μας, που δεν συνηθίσαμε να βλέπουμε τέτοια θαύματα στον ξύπνο μας. Παρά λίγο, όμως, κι ένας ακόμα Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, να πέρναγε στην αφάνεια, αν το έμπειρο μάτι κάποιου καλλιεργημένου ανθρώπου, δεν τύχαινε να συναντηθεί με το έργο του Καγκαρά, για να διαβλέψει σ"αυτό το λαϊκό εκείνο στοιχείο που γεννιέται αυθόρμητα στους λίγους, στους προικισμένους απ"τη φύση, και που τους δίνει υπόσταση όταν ωριμάσει αυτό το στοιχείο κι είναι έτοιμο να σπάσει τα δεσμά του για να βγει στην επιφάνεια σε μια δεδομένη στιγμή.
Αιτία για την ανακάλυψη του Καγκαρά στάθηκε το σπίτι κάποιου συχωριανού του, όπου ο αρχιτέκτονας Πάνος Νικολή Τζελέπης, είδε δυο μικρά του έργα που του έκαναν μεγάλη εντύπωση για το ρωμαλέο και αγνό λαϊκό τους ύφος και το απέριττο φωτεινό τους χρώμα.
Θέλοντας να γνωρίσει τον περίεργο αυτό τεχνίτη ο Τζελέπης, τράβηξε κατά τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας, τον πλησίασε κάπως απορημένος, του έδωσε γνωριμία κι ο Καγκαράς αναθαρρημένος του διηγήθηκε τις ατέλειωτες περιπέτειές του, καλλιτεχνικές και οικονομικές, και τον παρακάλεσε, να ιδεί τα έργα του. Στο μεταξύ, ο Καγκαράς, ενώ μιλούσε, συνέχιζε να ζωγραφίζει, λες και βιάζονταν να παραδώσει τον ατέλειωτο ακόμα πίνακα που είχε μπροστά του.
Ο Τζελέπης έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα πως ο αγροτοβοσκός αυτός είναι ένα εξαιρετικό ταλέντο, γιατί πρόσεξε τις λεπτές πινελιές, που σαν αέρινες δροσοσταλίδες δίνανε νόημα στο αντικείμενο, και που μόνο ένας γεννημένος καλλιτέχνης μπορεί να δώσει, αν μείνει παρθένος κι αχάλαστος απ'τη σπουδή και τη μανιέρα.
Η καλλιεργημένη φύση του αρχιτέκτονα συνεπάρθηκε περισσότερο όταν είδε συγκεντρωμένο το έργο του Καγκαρά στη καλύβα που είχε για εργαστήρι και κατοικία της μεγάλης φαμελιάς του. Όταν τον είδε να βάζει τις τελευταίες πινελιές σε μια αυτοπροσωπογραφία του, ένιωσε ρίγος από χαρά και πριν χάσει την στιγμιαία αυτήν εντύπωση του έκανε σεφτέ προσφέροντάς του μια καλή τιμή.
Ο Καγκαράς χάρηκε για τη γενναιόδωρη προσφορά του πελάτη του. Δεν είχε ως τα τότε πιάσει τέτοιο χαρτονόμισμα στα χέρια του. Κι ύστερα από λίγη σιωπή απολογήθηκε: "Γεννήθηκα στα 1920 στη Γρανίτσα της Ευρυτανίας και η απασχόλησή μου είναι τα χωράφια. Δεν είχα χρονίσει όταν έχασα τους γονιούς μου και μεγάλωσα σε ξένα χέρια. Από πέντε χρονών φυλάγω τα γίδια του χωριού μα κατάφερα να βγάλω και το Δημοτικό. Απ"την πρώτη κιόλας τάξη με φωνάζανε "ζωγράφο", γιατί στα βουνά που τριγύριζα έπαιρνα ξυλοκάρβουνα και ζωγράφιζα πάνω σε πέτρες, σε βράχια και σε κορμιά από δέντρα ό,τι μου άρεσε. Γύρισα, δουλεύοντας, αργότερα όλη την Ελλάδα, κι έφτασα και μέχρι τ" Άγιον Όρος. Μα δεν έμεινα ούτε εκεί και γύρισα στο χωριό μου, Ζωγράφιζα πίνακες με λουλούδια, τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την αγροτική ζωή κι έκανα ακόμα κι αγιογραφίες σε ξωκλήσσια, για λίγες δραχμές όλα.
Παντρεύτηκα κι αράδιασα έξι παιδιά και με τρώει ή έγνοια της ζήσης τους.
Όταν τέλειωσε ο Καγκαράς, συνέχισε ακόμα να κρατάει στα χέρια του το χαρτονόμισμα, σα να φοβόταν μη του ζητήσει τα ρέστα ο πελάτης του κι όταν ο ξένος έδειξε πως φεύγει, τόχωσε βιαστικά στην τσέπη του κι ένα πλατύ χαμόγελο σκορπίστηκε σ"όλο του το πρόσωπο.
Ο Τζελέπης ήταν πια σίγουρος πως ο άνθρωπος αυτός έχει ανάγκη από άμεση βοήθεια οικονομική, γιατί πρόσεξε τη φτώχεια που βασίλευε στο σπίτι του.
Έφερε τον Καγκαρά στην Αθήνα με καμιά εικοσαριά έργα του και του έκανε μια πρόχειρη έκθεση σ"ένα άδειο διαμέρισμα στην Πανεπιστημίου, όπου, προσκλήθηκαν φίλοι και συμπατριώτες του Καγκαρά να τα ιδούν. Φυσικά τα έργα πουλήθηκαν όλα σε μικρές τιμές κι ο Καγκαράς αναθάρρεψε με την οικονομική ενίσχυση που του έγινε. Παράτησε τη βοσκή, σαν πρώτο βήμα, κι αφοσιώθηκε στα δικά του χωράφια και στη ζωγραφική στο ύπαιθρο, που έμελλε να του ζωντανέψει το όνειρο της καλλιτεχνικής του προβολής. Ολος ελπίδα, δουλεύει την τσάπα και το πινέλο, για τη μελλούμενη προκοπή του. Πότε πότε έρχεται στην Αθήνα να συναντήσει τον ευεργέτη του, που συνεχίζει να του στέλνει αγοραστές και τελικά εγκαταλείπει το σεισμόπληκτο σπίτι του για να εγκατασταθεί στη Λαμία, φτιάχνοντας δικό του εργαστήρι, στο σπίτι που νοίκιασε. Μετά την πρώτη του ανεπίσημη έκθεση που σχολιάστηκε ευνοϊκά, ο Καγκαράς παίρνει παραγγελίες απ"το Τζελέπη, τη Μυρτιώτισα, το λαογράφο Πάνο Βασιλείου, τον Δ. Πουρνάρα και το συγγραφέα Κουκίδη. Το καλοκαίρι του 1967 ο Τζελέπης ζητάει απ"το Καγκαρά να προετοιμαστεί για μια επίσημη έκθεση. Και το Γενάρη του 1968 ο Καγκαράς με 44 έργα του παίρνει μέρος στην πρώτη ατομική του έκθεση που οργανώθηκε απ"την Γκαλερί "Νέες Μορφές" και που είχε μεγάλη επιτυχία, γιατί πουλήθηκαν τα 41 απ"τα 44 έργα που είχε εκθέσει.
Στα 1969 ο Καγκαράς παίρνει μέρος στην Πανελλήνια Εκθεση, το 1970 του οργανώνεται μια δεύτερη ατομική έκθεση πάλι στις "Νέες Μορφές" και το 1971 παίρνει ξανά μέρος στην "Πανελλήνια".
Έτσι χάρη στη διαπεραστική ευαισθησία του μεγάλου φίλου του, ο Καγκαράς βγήκε απ"την αφάνεια, βοήθησε τη φαμελιά του να δει άσπρη μέρα και προστέθηκε στην ιστορία της λαϊκής μας τέχνης ένας ακόμα προικισμένος ασπούδαχτος ζωγράφος.
Η Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, η Αγροτική Τράπεζα, η Waggon Gallery και πολλές ιδιωτικές συλλογές στη Ν, Υόρκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, Παρίσι και Ιταλία, έχουν έργα του Καγκαρά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΑΤΟΥΡΑΣ

"Δώδεκα λαϊκοί ζωγράφοι", Αθήνα 1974

Ο χώρος της λαϊκής εικαστικής μας τέχνης είναι συζητήσιμος αλλά υπαρκτός.
Ο Χρήστος Καγκαράς είναι μία από τις τελευταίες αξιοσημείωτες εικαστικές παρουσίες στο χώρο της λαϊκής μας τέχνης.
Έργα του εκτέθηκαν στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Η εικονιστική διαπραγμάτευση του ζωγράφου και ο χειρισμός, παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, όπως άλλωστε και στους αξιολογότερους, αλλά ελάχιστους άλλους λαϊκούς ζωγράφους.
Νεκρές φύσεις κι υπαίθρια τοπία, όψεις χωριών μακροκοσμικά, χαρτογραφικά και σκηνογραφικά παρουσιασμένων (vedutae), ποιμενοβοσκοί, πορτραίτα αγίων (συνήθως Παναγίες), σκηνές από το Αντάρτικο που τόσο ζωντανά βίωσε η περιοχή απ"την οποία κατάγεται ο Χ. Καγκαράς (Φθιώτιδα), σκηνές με δασώδεις ή παραποτάμιες εκτάσεις, γεωφυσικές ομορφιές και ήθη της επαρχίας, εικονογραφούνται στην περίπτωση, με έναν πηγαίο λυρισμό και μιαν αμεσότητα εντυπωσιακή. Σκηνές και θέματα του παρελθόντος διαπλέονται ευρηματικά με εκείνες του παρόντος, η ιστορία περνάει στον μύθο κι ο μύθος τροφοδοτεί την ιστορία, την σηματοδοτεί ευρύτερα, την διαστέλλει. Στις συνθέσεις του Χ. Καγκαρά το ρεαλιστικό στοιχείο ιδεαλιστικά μνημειωμένο ή συμβατικό, τυποποιημένο ή ανεκδοτολογικό και κάποτε απροσδόκητα παρουσιασμένο, συνυπάρχει με το υπερρεαλιστικό στοιχείο, είτε αυτό παραθετικά συμπληρώνει την αφήγηση, είτε υποβόσκει ως ατμόσφαιρα, προτείνοντας κάποιες ποιητικές εκδοχές, χωρίς να γίνονται καταχρήσεις. Το υπερρεαλιστικό αυτό στοιχείο, όταν εικονογραφείται, παρουσιάζεται ονειρικά ή φαντασιωτικά (άγγελοι, νεράιδες, πνεύματα των υδάτων ή των δασών, προσωποποιήσεις εννοιών ή ιδεών), συντονίζοντας απρόσμενα το ιδίωμα ενός μαγικού ρεαλισμού, τη στιγμή που με την συσχετιζόμενη συνάφεια των εικονιζομένων ή τον συνειρμό, τον υποβάλλει.
Η σύλληψη της φόρμας διατυπώνεται με έναν ναϊφ, λεπτομερειακό και ακριβόλογο σχεδιασμό, που αποτελείται από ένα συνδυασμό επιπεδόμορφων και ογκομετρικών αποδόσεων - χωρίς να φτάνει στην επιδειξιμανία ή την εκζήτηση. Το σχέδιο παρακολουθούν και ολοκληρώνουν τα χρώματα, που είναι έντονα, λαμπερά, και υποβλητικά, συνεγείροντας ανάλογα αισθήματα και μνήμες διαχρονικές. Εμφανής κι ανυπόκριτος είναι ο τρόπος που έχει ασκήσει στον Χ. Καγκαρά η προγενέστερη παράδοση (Παναγ. Ζωγράφος, Θεόφιλος, λαϊκοί ζωγράφοι της Θεσσαλίας, αλλά και ο Rousseau). Παρόλα αυτά δεν στερούνται οι πίνακές του μιας πρωτοτυπίας, εφόσον μπορεί κανείς να διαπιστώσει την αφομοίωση των δάνειων στοιχείων και την αναμορφωτική χρήση κι ένταξή τους, στα δικά του πλαίσια.
Την έκθεση αυτή εισηγήθηκε ο Κ. Σταυρόπουλος, ο οποίος χαρακτηριστικά γράφει: "Όλη η δουλειά του Καγκαρά πριν από το 1966 έχει χαθεί. Υπάρχει αλλά παραμένει άγνωστη και η 13χρονη ζωγραφική του δραστηριότητα με τις αγιογραφήσεις των εκκλησιών γύρω στην περιοχή της Ρούμελης που φτάνουν σχεδόν τις 60 και μόνον οι 11 απ"αυτές είναι ζωγραφισμένες λαϊκά. Οι άλλες έχουν ζωγραφιστεί με έντεχνο λαϊκό πνεύμα της μεταβυζαντινίζουσας αγιογραφίας του μεροκάματου. Θυμίζουμε επίσης πως τοιχογράφησε το Ανθρωπολογικό Μουσείο Πετραλώνων Χαλκιδικής το 1980 και ότι κάτι που πρέπει να προσέξει κανείς ιδιαίτερα στους επίγραφους πίνακές του είναι οι στίχοι του. Έσπασε αυτό το 13χρονο φράγμα αιχμαλωσίας του στην αγιογραφία και πέρασε στην εν δυνάμει ζωγραφική με το διαβατήριο του τελευταίου των λαϊκών ζωγράφων του τελάρου. Και ο κύκλος της προσωπικής του ζωγραφικής περιπέτειας θα κλείσει, με την πολυεπίπεδη δυναμική γραφή του πριμιτίφ, λαϊκού και ναϊφ ζωγράφου, οριστικότερα και θα φανεί ταυτισμένος με το γνώριμο ελληνικό στοιχείο και προνόμιο στη τέχνη, να αφηγείται τον φυσικό, τον κοινωνικό και τον θρησκευτικό μυθολογικό κύκλο κι όχι να τον υπηρετεί με ιδεολογήματα και κοινωνικές εντολές".
ΑΘΗΝΑ ΣΧΟΙΝΑ

Περιοδικό "Πολιτεία", 6/1988

Ο Χρήστος Καγκαράς είναι από τους τελευταίους λαϊκούς ζωγράφους που ζει από το μακραίωνα κύκλο του μεταβυζαντινού λαϊκού εικαστικού πολιτισμού.
Υπάρχουν ακόμα στην εποχή μας γνήσιοι λαϊκοί καλλιτέχνες;
Υπάρχουν αυθεντικοί εκπρόσωποι της λαϊκής έκφρασης που η ευαισθησία και η ματιά τους να μην έχει διαβρωθεί από τις καθημερινές παραστάσεις της πολύχρωμης τηλεοπτικής πραγματικότητας, της έτοιμης εικόνας, των ποικίλων μηνυμάτων της καταναλωτικής κοινωνίας;
Κι αν υπάρχουν, ποιες ομορφιές της φύσης, ποια ιδανικά της φυλής καλούνται να υμνήσουν με το χρωστήρα τους ή να χαράξουν ταπεινά πάνω στην πέτρα ή το ξύλο;
Προσωπικά πιστεύω ότι το είδος αυτού του χαρισματικού αυτοδίδακτου δημιουργού, στην εποχή μας έχει εκλείψει οριστικά και όσοι από τους ελάχιστους παλιούς έχουν εναπομείνει, έχασαν σιγά σιγά κι αυτοί το δυναμικό αυθορμητισμό των αρχικών αναφορών τους, κάνοντας συνειδητές πια επιλογές των εικονογραφικών στοιχείων του ρεπερτορίου τους, με το δυσάρεστο πολλές φορές αποτέλεσμα, να μετατρέπεται μια πηγαία εικαστική έκφραση σε αισθητική "κιτς".
Περισσότερο ειδικός ωστόσο από μένα σ"αυτό τον τομέα είναι ο συνάδελφος Κώστας Σταυρόπουλος, ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά και υπεύθυνα με τη λαϊκή τέχνη, καταβάλλοντας προσπάθειες για τον εντοπισμό και τη διάσωση του έργου των τελευταίων αυθεντικών εκφραστών της.
Σ"αυτή την κατηγορία ανήκει, χωρίς αμφιβολία, και ο Χρήστος Καγκαράς, που μια μικρή αλλά πολύ κατατοπιστική αναδρομική έκθεση της δουλειάς του οργάνωσε πρόσφατα το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Παρουσιάζοντας το λαϊκό αυτόν καλλιτέχνη, ο Κώστας Σταυρόπουλος γράφει σχετικά στο εκτενές κείμενο του καταλόγου: ..."Ό Χρήστος Καγκαράς είναι ο τελευταίος μάλλον λαϊκός ζωγράφος που ζει από το μακραίωνα κύκλο του μεταβυζαντινού λαϊκού εικαστικού πολιτισμού.
Η απόφαση του Γαλλικού Ινστιτούτου να τον παρουσιάσει με αναδρομική έκθεση στο αθηναϊκό κοινό είναι ίσως η πιο δικαιολογημένη απόφαση και ενέργεια τώρα που έφτασε στην ανώτερη κλίμακα της εξέλιξής του με τα μεγάλα μεγέθη των εικαστικών του συνθέσεων και στις 7 δεκαετίες της ζωής του. ... ο Χρ. Καγκαράς ζωγραφίζει 60 χρόνια και θα πρέπει να το πούμε ευθέως πως ο ζωγραφικός του ψυχισμός κινείται μαχόμενος στο ερωτικό και κοινωνικό αίσθημα με συνθέσεις επικολυρικής έντασης σε χρωματικό παραλήρημα.
Συλλαμβάνει τη φύση επ"αυτοφώρω και από κει αναδύεται ο μαγικός ρεαλισμός, η γοητεία της αμεσότητας, οι πεποιθήσεις των μορφοπλαστικών του αναζητήσεων και τα διλήμματα, η ασίγαστη ελληνική εικαστική του αντιστασιακή συνείδηση και ο θερμός ιδεολογικός κύκλος του αντάρτικου με κορυφαίο την τραγωδία του Άρη Βελουχιώτη, τον άγιο των βουνών της Ρούμελης, που τον σμίγει διαχρονικά και ετεροχρονικά στις ζωγραφικές συνθέσεις του με τον Πάτερ Κοσμά, τον Καραϊσκάκη, τον Παπαφλέσσα και τους Κολοκοτρωναίους πάνω στ"άλογά τους αρματωμένους και αιωρούμενες ψυχές στις κορυφές του "Ολύμπου".
Μιλώντας ωστόσο για τη λαϊκή τέχνη γενικότερα ο κ. Σταυρόπουλος παραδέχεται κι αυτός, ότι πέρα από κάποιους αυθεντικούς λαϊκούς καλλιτέχνες που έχουν εναπομείνει (10- 15 τους υπολογίζει) έκλεισε οριστικά ο κύκλος της μακρόχρονης αυτής παράδοσης και κάθε βεβιασμένη προσπάθεια διατήρησης ή μεταβίβασης δια συνταγολογίου μόνο σύγχυση και ζημιά μπορεί να δημιουργήσει.
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ

"Εικόνες", Απρίλης 1988